- ευμοιρώ
- (ΑΜ εὐμοιρῶ, -έω) [εύμοιρος]έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώνεοελλ.έχω την καλή τύχη να έχω στην κατοχή μου, να κατέχωμσν.-αρχ.έχω αφθονία κάποιου πράγματος, είμαι πλούσιος σε κάτι («τῆς κρείττονος παρά σοι εὐμοιρησάτω καὶ μερίδος καὶ ὑπολήψεως», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.